παραπληρωμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραπληρωμή θηλυκό
- (οικονομία) η παράνομη ή παράτυπη πληρωμή, χωρίς την έκδοση σχετικών παραστατικών ή αποδείξεων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπληρωμή
|