παραφύλαγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραφύλαγμα < παραφυλάω / παραφυλάγω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραφύλαγμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραφυλάω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραφύλαγμα
|