παρενιαυτοφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρενιαυτοφορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρενιαυτοφορία θηλυκό
- το φαινόμενο όπου ενώ το δέντρο βρίσκεται σε πλήρη καρποφορία (βεντέμα) και παράγει ικανοποιητικά, την επόμενη χρονιά παρατηρείται απότομα πτώση της παραγωγής που δεν οφείλεται σε παθολογικά ή σε κλιματολογικά αίτια, λόγω κατανάλωσης σε μεγάλο ποσοστό των θρεπτικών αποθεμάτων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρενιαυτοφορία
|