πασατεμπάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασατεμπάς < πασατέμπ(ος) + -άς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πασατεμπάς αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που παρασκευάζει και πουλάει πασατέμπο
- Πέρασε ο πασατεμπάς με την άσπρη καθαρή ποδιά του, τον άσπρο σκούφο του, τ’ άσπρο καλαθάκι του και το άσπρο φλιντζανάκι με το χαρτί το πατικωμένο στον πάτο για να παίρνει λιγότερο πασατέμπο. Κάθε φλιντζανάκι κι ένα πενηνταράκι. (Ντίνος Δημόπουλος, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού, 1988)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πασατέμπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πασατεμπάς
|