πασατεμπάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασατεμπάς οι πασατεμπάδες
      γενική του πασατεμπά των πασατεμπάδων
    αιτιατική τον πασατεμπά τους πασατεμπάδες
     κλητική πασατεμπά πασατεμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πασατεμπάς < πασατέμπ(ος) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πασατεμπάς αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]