πασσαλοσανίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πασσαλοσανίς αἱ πασσαλοσανίδες
      γενική τῆς πασσαλοσανίδος τῶν πασσαλοσανίδων
      δοτική τῇ πασσαλοσανίδι ταῖς πασσαλοσανίσι(ν)
    αιτιατική τὴν πασσαλοσανίδα τὰς πασσαλοσανίδας
     κλητική ! πασσαλοσανίς* πασσαλοσανίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασσαλοσανίς (μαρτυρείται από το 1897) [1] < → και δείτε τη λέξη πασσαλοσανίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασσαλοσανίς, -ίδος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 786, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου