πατισάχ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατισάχ < άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική پادشاه (pâdişâh), στην τουρκική γλώσσα padişah < περσική پادشاه‎ (pâdešâh, μονάρχης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατισάχ αρσενικό άκλιτο

  1. (ιστορία, πολιτική) κυβερνήτης μουσουλμανικής χώρας ή κράτους
  2. (ιστορία, πολιτική, παρωχημένο) γενικότερα μεγάλος βασιλιάς και, ειδικότερα, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Καππαδοκικά (cpg)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατισάχ : οθωμανικής τουρκικής προέλευσης (τελικής περσικής προέλευσης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατισάχ αρσενικό, άκλιτο