περδικοστήθω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περδικοστήθω | οι | περδικοστήθες |
γενική | της | περδικοστήθως | των | περδικοστήθων |
αιτιατική | την | περδικοστήθω | τις | περδικοστήθες |
κλητική | περδικοστήθω | περδικοστήθες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περδικοστήθω < περδικόστηθη + -ω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περδικοστήθω θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περδικοστήθω
|