περδικόστηθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
περδικόστηθος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) που το στήθος του είναι στητό όπως της πέρδικας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- θηλυκό: περδικόστηθη, περδικοστήθω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περδικόστηθος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- περδικόστηθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περδικόστηθος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)