περιδοτίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιδοτίτης < αγγλική peridotite < μέση γαλλική perido / peridon
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιδοτίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία, γεωλογία) πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από τα ορυκτά ολιβίνη, φονατίτης και πυρόξενος, το πιο κοινό είδος πετρώματος του μανδύα της γης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιδοτίτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)