περικαρδῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περικαρδῖτις αἱ περικαρδίτιδες
      γενική τῆς περικαρδίτιδος τῶν περικαρδιτίδων
      δοτική τῇ περικαρδίτιδι ταῖς περικαρδίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν περικαρδῖτιν τὰς περικαρδίτιδας
     κλητική ! περικαρδῖτι περικαρδίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περικαρδῖτις (μαρτυρείται από το 1854)[1] → και δείτε τη λέξη περικαρδίτιδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περικαρδῖτις, -ιδος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 797, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου