περικοπτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περικοπτήρας οι περικοπτήρες
      γενική του περικοπτήρα των περικοπτήρων
    αιτιατική τον περικοπτήρα τους περικοπτήρες
     κλητική περικοπτήρα περικοπτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Περικοπτήρες που χρησιμοποιούνται σε τρυπάνι ή φρέζα για την περαιτέρω διάνοιξη υπάρχουσας τρύπας.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περικοπτήρας < -τήρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περικοπτήρας[1] αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. περικοπτήρας - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]