περιοστῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περιοστῖτις | αἱ | περιοστίτιδες | ||||
γενική | τῆς | περιοστίτιδος | τῶν | περιοστιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | περιοστίτιδι | ταῖς | περιοστίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | περιοστῖτιν | τὰς | περιοστίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | περιοστῖτι | περιοστίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιοστῖτις & περιοτεῗτις (μαρτυρείται από το 1895)[1] → και δείτε τη λέξη περιοστίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιοστῖτις, -ιδος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 798, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου