περιφράσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περιφράσσω < αρχαία ελληνική περιφράσσω < περί και φράσσω ή φράττω

περιφράσσω (παθητική φωνή: περιφράσσομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

περιφράσσω < περί + φράσσω

περιφράσσω

  1. οχυρώνω ολόγυρα
  2. σκάβω χαντάκια, ορύγματα