περιφράσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιφράσσω < αρχαία ελληνική περιφράσσω < περί και φράσσω ή φράττω
Ρήμα
[επεξεργασία]περιφράσσω (παθητική φωνή: περιφράσσομαι)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- απερίφρακτα / απερίφραχτα
- απερίφρακτος / απερίφραχτος
- περίφραγμα
- περιφραγμένος
- περιφραγμός
- περιφρακτικός
- περίφρακτος / περίφραχτος
- περίφραξη
- περιφράξιμο
- → δείτε τις λέξεις περί, φράσσω και φράζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]περιφράσσω
- οχυρώνω ολόγυρα
- σκάβω χαντάκια, ορύγματα