φράκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φράκτης | οι | φράκτες |
γενική | του | φράκτη | των | φρακτών |
αιτιατική | τον | φράκτη | τους | φράκτες |
κλητική | φράκτη | φράκτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φράκτης και φράχτης < μεσαιωνική ελληνική λέξη φράκτης < αρχαία ελληνική φράσσω και φράττω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φράκτης αρσενικό
- ένα φυσικό ή τεχνητό φράξιμο, εμπόδιο, συχνά από ξύλο, που περιβάλλει συνήθως μια ιδιοκτησία και υψώνεται περίπου μέχρι το στήθος ενός ανθρώπου ή και παραπάνω -στις υψηλότερες κατασκευές πάντως συνηθίζονται λεξεις όπως περίφραξη, τοίχος και αν είναι από πέτρα ή μπετόν μάντρα κ.λπ.)
- φράχτης από θάμνους (φυσικός), από συρματόπλεγμα, από ξύλο (ο κλασικός φράκτης)