περιφραγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιφραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιφράζω ή περιφράσσω
Μετοχή
[επεξεργασία]περιφραγμένος, -η, -ο
- που έχει περιφραχτεί, οριοθετηθεί, περιχαρακωθεί, αποκλειστεί από εξωτερική πρόσβαση
- → δείτε τη λέξη περιφράζω