πεταχτό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεταχτό | τα | πεταχτά |
γενική | του | πεταχτού | των | πεταχτών |
αιτιατική | το | πεταχτό | τα | πεταχτά |
κλητική | πεταχτό | πεταχτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πεταχτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πεταχτός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεταχτό ουδέτερο
- τρόπος σοβατίσματος με τον οποίο γίνεται άγριος ο τοίχος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πεταχτό