πετροσέλινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετροσέλινο τα πετροσέλινα
      γενική του πετροσέλινου
πετροσελίνου
των πετροσέλινων
πετροσελίνων
    αιτιατική το πετροσέλινο τα πετροσέλινα
     κλητική πετροσέλινο πετροσέλινα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Οι λόγιες γενικές, -ίνου, -ίνων από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετροσέλινο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή πετροσέλινον. Συγχρονικά αναλύεται σε πετρο- + σέλινο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετροσέλινο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]