πηκτικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πηκτικότης | αἱ | πηκτικότητες | ||||
γενική | τῆς | πηκτικότητος | τῶν | πηκτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | πηκτικότητι | ταῖς | πηκτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πηκτικότητα | τὰς | πηκτικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πηκτικότης | πηκτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηκτικότης θηλυκό