πηλοπλάστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πηλοπλάστρια < πηλοπλάστης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πηλοπλάστρια θηλυκό
- θηλυκό του πηλοπλάστης