πινέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πινέλι | τα | πινέλια |
γενική | του | πινελιού | των | πινελιών |
αιτιατική | το | πινέλι | τα | πινέλια |
κλητική | πινέλι | πινέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πινέλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πινέλι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η ισχάδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πινέλι
|