πισσουρανίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πισσουρανίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πισσουρανίτης αρσενικό
- παραλλαγή του ουρανινίτη, χαμηλότερης πυκνότητας, που συχνά συγχέεται με αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πισσουρανίτης
|