πλατύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλατύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλατύνω < πλατύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /plaˈti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλα‐τύ‐νω

πλατύνω, αόρ.: πλάτυνα, παθ.φωνή: πλατύνομαι, π.αόρ.: πλατύνθηκα, μτχ.π.π.: πεπλατυσμένος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλατύνω < πλατύς

πλατύνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]