πλειστηριαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλειστηριαστής < πλειστηριάζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλειστηριαστής αρσενικό
- (επάγγελμα) κάποιος που πλειστηριάζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλειστηριαστής
|