πλεονέκτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλεονέκτις αἱ πλεονέκτιδες
      γενική τῆς πλεονέκτιδος τῶν πλεονεκτίδων
      δοτική τῇ πλεονέκτιδι ταῖς πλεονέκτισι(ν)
    αιτιατική τὴν πλεονέκτιν τὰς πλεονέκτιδᾰς
     κλητική ! πλεονέκτι πλεονέκτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλεονέκτις, -ιδος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]