πλευροτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλευροτομή οι πλευροτομές
      γενική της πλευροτομής των πλευροτομών
    αιτιατική την πλευροτομή τις πλευροτομές
     κλητική πλευροτομή πλευροτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πλευροτομή < πλευρ(ο) + -ο- + -τομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πλευροτομή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]