πνευματοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πνευματοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: pneumatothérapie < πνευματο- + -θεραπεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πνευματοθεραπεία θηλυκό
- (παρωχημένο) θεραπεία με εισπνοές αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πνευματοθεραπεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πνευματο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεραπεία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)