ποδηλάτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποδηλάτις αἱ ποδηλάτιδες
      γενική τῆς ποδηλάτιδος τῶν ποδηλατίδων
      δοτική τῇ ποδηλάτιδι ταῖς ποδηλάτισι(ν)
    αιτιατική τὴν ποδηλάτιν τὰς ποδηλάτιδᾰς
     κλητική ! ποδηλάτι ποδηλάτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδηλάτις (μαρτυρείται από το 1895)[1] θηλυκό του ποδηλάτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδηλάτις, -ιδος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 817, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου