πολυνευρίτιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυνευρίτιδα οι πολυνευρίτιδες
      γενική της πολυνευρίτιδας των πολυνευρίτιδων
    αιτιατική την πολυνευρίτιδα τις πολυνευρίτιδες
     κλητική πολυνευρίτιδα πολυνευρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυνευρίτιδα < πολυ- + νευρίτιδα ( νεύρο + -ίτιδα ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυνευρίτιδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]