ποντικοκούραδο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποντικοκούραδο ουδέτερο
- κόπρανο, αποπάτημα, κουράδι ποντικού
- (μεταφορικά και υποτιμητικά) κάτι το πολύ μικρό, το ελάχιστο, το μηδαμινό