πορδιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πορδιστής οι πορδιστές
      γενική του πορδιστή των πορδιστών
    αιτιατική τον πορδιστή τους πορδιστές
     κλητική πορδιστή πορδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πορδιστής < πορδή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πορδιστής αρσενικό

  • (παρωχημένο) κωμικός ο οποίος διασκέδαζε το κοινό του αποκλειστικά ή κυρίως από την απελευθέρωση εντερικών αερίων με δημιουργικό, μουσικό, ή διασκεδαστικό τρόπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]