πριμιτιβίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πριμιτιβίστρια < πριμιτιβιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πριμιτιβίστρια θηλυκό
- (ζωγραφική, τέχνη) θηλυκό του πριμιτιβιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πριμιτιβίστρια
|