προγονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προγονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προγονισμός αρσενικό
- το να κληρονομεί κάποιος χαρακτηριστικά των προγόνων και όχι των άμεσων γονιών του
- αταβισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προγονισμός
|