προεσπερίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προεσπερίς αἱ προεσπερίδες
      γενική τῆς προεσπερίδος τῶν προεσπερίδων
      δοτική τῇ προεσπερίδι ταῖς προεσπερίσι(ν)
    αιτιατική τὴν προεσπερίδα τὰς προεσπερίδας
     κλητική ! προεσπερίς* προεσπερίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προεσπερίς (μαρτυρείται από το 1887) [1] < προ- + ελληνιστική κοινή ἑσπερίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προεσπερίς, -ίδος θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 845, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. λήγουν σε -εσπερίδα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)

Πηγές[επεξεργασία]