προικοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προικοδότηση | οι | προικοδοτήσεις |
γενική | της | προικοδότησης* | των | προικοδοτήσεων |
αιτιατική | την | προικοδότηση | τις | προικοδοτήσεις |
κλητική | προικοδότηση | προικοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προικοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προικοδότηση < προικοδοτώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προικοδότηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προικοδοτώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προικοδότηση
|