προικολήπτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προικολήπτρια οι προικολήπτριες
      γενική της προικολήπτριας των προικοληπτριών
    αιτιατική την προικολήπτρια τις προικολήπτριες
     κλητική προικολήπτρια προικολήπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προικολήπτρια < προικολήπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προικολήπτρια θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]