προπαγανδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προπαγανδίζω < προπαγάνδ(α) + -ίζω > (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική propagandize ή από τη γαλλική έκφραση faire de la propagande[1] > μεσαιωνική λατινική propaganda > λατινικό ρήμα propago[2]. Συγγενικό και το ιταλικό propagare ("απλώνω, πολλαπλασιάζω, διαδίδω")

Ρήμα[επεξεργασία]

προπαγανδίζω, αόρ.: προπαγάνδισα, παθ.φωνή: προπαγανδίζομαι, π.αόρ.: προπαγανδίστηκα, μτχ.π.π.: προπαγανδισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. προπαγανδίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)