προπαγανδίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπαγανδίστρια < προπαγανδιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προπαγανδίστρια θηλυκό
- θηλυκό του προπαγανδιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προπαγανδίστρια
|