πρωτοκύτταρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρωτοκύτταρο ουδέτερο - (βιολογία)
- αρχέγονο κύτταρο
- μητρικό κύτταρο
πρωτοκύτταρο ουδέτερο - (βιολογία)