πτερυγίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτερυγίδιο < πτερύγιο + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτερυγίδιο ουδέτερο
- μικρό πτερύγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτερυγίδιο
|