πυροβολεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πυροβολεῖον | τὰ | πυροβολεῖα | ||||
γενική | τοῦ | πυροβολείου | τῶν | πυροβολείων | ||||
δοτική | τῷ | πυροβολείῳ | τοῖς | πυροβολείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πυροβολεῖον | τὰ | πυροβολεῖα | ||||
κλητική ὦ! | πυροβολεῖον | πυροβολεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πυροβολεῖον < (μαρτυρείται από το 1858) [1] < → και δείτε τη λέξη πυροβολείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πυροβολεῖον, -ου ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 875, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου