πυροφραγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροφραγμός οι πυροφραγμοί
      γενική του πυροφραγμού των πυροφραγμών
    αιτιατική τον πυροφραγμό τους πυροφραγμούς
     κλητική πυροφραγμέ πυροφραγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυροφραγμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυροφραγμός αρσενικό

  • διάταξη η οποία εμποδίζει τη διάδοση της φωτιάς (συνήθως μεταξύ πυροδιαμερισμάτων)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]