ραδιοφάρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραδιοφάρος < ραδιο- + φάρος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radio beacon)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραδιοφάρος αρσενικό
- (τεχνολογία, ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) ραδιοηλεκτρικός πομπός που διευκολύνει την πλοήγηση ενός αεροπλάνου ή πλοίου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραδιοφάρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ραδιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)