ρεμενική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεμενική | ||
γενική | της | ρεμενικής | ||
αιτιατική | τη | ρεμενική | ||
κλητική | ρεμενική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεμενική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ρεμενικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾe.me.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐με‐νι‐κή
- ομόηχο: ρεμενικοί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεμενική θηλυκό στον ενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεμενική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ρεμενική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)