ρητορισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρητορισμός οι ρητορισμοί
      γενική του ρητορισμού των ρητορισμών
    αιτιατική τον ρητορισμό τους ρητορισμούς
     κλητική ρητορισμέ ρητορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρητορισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική rhetorism < αρχαία ελληνική ῥήτωρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρητορισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]