ροδόπλεκτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροδόπλεκτο τα ροδόπλεκτα
      γενική του ροδόπλεκτου των ροδόπλεκτων
    αιτιατική το ροδόπλεκτο τα ροδόπλεκτα
     κλητική ροδόπλεκτο ροδόπλεκτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

thumb|right|το γοτθίπλεκτο ροδοπαράθυρο του Καθεδρικού Ναού του Στρασβούργου
στο γοτθίπλεκτο στηρίζεται η δαντελωτή υαλογραφία

η εικόνα είναι σωστή, γράψε απλώς Image - όμως όχι άμεσα διότι κάποιος κλείδωσε κάθε εύκολη εισαγωγή εικόνας γενικά, δεν υπάρχει πρόβλημα δικαιωμάτων, όλες οι εικόνες στο Βικιλεξικό έχουν πρόβλημα άμεσης καταχώρησης, εάν έχει πρόσβαση στις γενικές ρυθμίσεις του Βικιλεξικού βελτίωσέ τες

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

ροδόπλεκτο < ρόδο («τριαντάφυλλο») + πλεκτό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

το ροδόπλεκτο (el) ουδέτερο

    • πολυτμηματικός υαλοπίνακας γοτθικού ρυθμού
      περίτεχνο υαλογραφικό πλαίσιο, συνήθως δισκόμορφου ροδοπαραθύρου ή ανώτερου τμήματος μακρόστενου παραθύρου
      • μαρμάρινο ή μεταλλικό γοτθικό διακοσμητικό πλεκτό σχήμα
      • πολυσύνθετο ή διακλαδιζόμενο - διακλαδιζούμενο σχήμα
  1. ροδοστέφανο, τριανταφυλλένιο στεφάνι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]