ροκανίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροκανίδι τα ροκανίδια
      γενική του ροκανιδιού των ροκανιδιών
    αιτιατική το ροκανίδι τα ροκανίδια
     κλητική ροκανίδι ροκανίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροκανίδι < ροκάνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροκανίδι ουδέτερο

  • πολύ μικρά κομματάκια ξύλου που συνήθως προέρχονται από το ροκάνισμα του ξύλου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]