ρουφοκαυλέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
ρουφοκαυλέτα < ρουφώ + καυλί + -έτα (< δημώδης λατινική: -etta)
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουφοκαυλέτα (el) θηλυκό
βλέπε: τσιμπουκλού