ρωγμόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρωγμόμετρο τα ρωγμόμετρα
      γενική του ρωγμόμετρου
ρωγμομέτρου
των ρωγμόμετρων
ρωγμομέτρων
    αιτιατική το ρωγμόμετρο τα ρωγμόμετρα
     κλητική ρωγμόμετρο ρωγμόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρωγμόμετρο < ρωγμή + -ο- + μέτρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρωγμόμετρο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) ειδικό μηχάνημα που μετρά τις ρωγμές ή τις ρωγματώσεις που δημιουργούνται ή πόσο αυτές διευρύνονται
    Επιπλέον για σήμερα έχει προγραμματιστεί η εγκατάσταση επιπλέον 10 αισθητήρων, αλλά και ρωγμομέτρων για την παρακολούθηση τυχόν εξέλιξης υφιστάμενων ρωγμών μεγάλου εύρους σε δομικά στοιχεία των εγκάρσιων διαφραγμάτων. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]