ρωτακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥωτακίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρωτακίζω < ελληνιστική κοινή ῥωτακίζω < αρχαία ελληνική ῥῶ / ρ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική rhotaciser)

Ρήμα[επεξεργασία]

ρωτακίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]