ρωτακισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρωτακισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhotacisme < ελληνιστική κοινή ῥωτακίζω (χρησιμοποιώ υπερβολικά το ρο)+ -ισμός < ῥῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρωτακισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία, φωνητική) η τροπή ενός συμφώνου (π.χ. του σ ή του λ) σε ρ
- (ιατρική) δυσκολία στην προφορά του φθόγγου ρ / /ɾ/
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρωτακισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Φωνητική (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)